- χρυσοχοϊκώς
- Μεπίρρ. βλ. χρυσοχοϊκός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοχοϊκός — ή, ό / χρυσοχοϊκός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσοχόος] το θηλ. ως ουσ. η χρυσοχοϊκή η χρυσοχοΐα μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοχόο ή στην τέχνη του (α. «χρυσοχοϊκὴν τέχνην», Δημοσθ. β. «χρυσοχοϊκὸν πῡρ», Αριστοτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek